ὠκυφόνος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(6_17)
(47c)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠκυφόνος''': -ον, ὁ [[ταχέως]] ἐπιφέρων θάνατον, [[θανατηφόρος]], ἐπὶ νοσημάτων, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 3.
|lstext='''ὠκυφόνος''': -ον, ὁ [[ταχέως]] ἐπιφέρων θάνατον, [[θανατηφόρος]], ἐπὶ νοσημάτων, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 3.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[νόσημα]]) αυτός που επιφέρει [[γρήγορα]] τον θάνατο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «γρήγορος» <span style="color: red;">+</span> -[[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[θείνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-[[φόνος]].
}}
}}

Revision as of 06:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκῠφόνος Medium diacritics: ὠκυφόνος Low diacritics: ωκυφόνος Capitals: ΩΚΥΦΟΝΟΣ
Transliteration A: ōkyphónos Transliteration B: ōkyphonos Transliteration C: okyfonos Beta Code: w)kufo/nos

English (LSJ)

ον,

   A quickly fatal, of diseases, prob. in Aret.SA2.3.

Greek (Liddell-Scott)

ὠκυφόνος: -ον, ὁ ταχέως ἐπιφέρων θάνατον, θανατηφόρος, ἐπὶ νοσημάτων, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 3.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για νόσημα) αυτός που επιφέρει γρήγορα τον θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -φόνος (< φόνος < θείνω), πρβλ. πολυ-φόνος.