ἐξιλεωτικός: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
(6_10)
(12)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξιλεωτικός''': -ή, -όν, = ἐξιλαστικός, Τρίκλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 1164.
|lstext='''ἐξιλεωτικός''': -ή, -όν, = ἐξιλαστικός, Τρίκλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 1164.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[ἐξιλεωτικός]], -ή, -όν) [[εξιλεωτής]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με την [[εξιλέωση]]<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] να χρησιμοποιηθεί για [[εξιλέωση]].
}}
}}

Latest revision as of 06:30, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 882] ή, όν, = ἐξιλαστικός, Schol. Tricl. Soph. Ai. 1164.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξιλεωτικός: -ή, -όν, = ἐξιλαστικός, Τρίκλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 1164.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ἐξιλεωτικός, -ή, -όν) εξιλεωτής
1. ο σχετικός με την εξιλέωση
2. ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για εξιλέωση.