αβάστακτος: Difference between revisions
From LSJ
(1) |
(No difference)
|
Revision as of 06:31, 29 September 2017
Greek Monolingual
και -γος και -χτος, -η, -ο (Α ἀβάστακτος, -ον και Μ ἀβάσταγος, -ον) βαστάζω·1. αυτός που δεν μπορεί να βασταχθεί, πολύ βαρύς, ασήκωτος
2. αφόρητος, ανυπόφορος
νεοελλ.
1. ασυγκράτητος, ακράτητος, ορμητικός, παράφορος, αχαλίνωτος
2. ανυπόμονος.