Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αβάστακτος: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
(1)
(No difference)

Revision as of 06:31, 29 September 2017

Greek Monolingual

και -γος και -χτος, -η, -ο (Α ἀβάστακτος, -ον και Μ ἀβάσταγος, -ον) βαστάζω·1. αυτός που δεν μπορεί να βασταχθεί, πολύ βαρύς, ασήκωτος
2. αφόρητος, ανυπόφορος
νεοελλ.
1. ασυγκράτητος, ακράτητος, ορμητικός, παράφορος, αχαλίνωτος
2. ανυπόμονος.