αγοράζω: Difference between revisions
From LSJ
(1) |
(No difference)
|
Revision as of 06:31, 29 September 2017
Greek Monolingual
(Α ἀγοράζω)
αποκτώ, προμηθεύομαι κάτι έναντι χρημάτων, ψωνίζω
νεοελλ.
1. προσπαθώ να εκμαιεύσω τις βαθύτερες σκέψεις, τις προθέσεις ή τους σκοπούς κάποιου, «του παίρνω λόγια»
2. παθ. αγοράζομαι
δωροδοκούμαι
3. (παθ. μτχ.) αγορασμένος, -η, -ο
αυτός που αποκτήθηκε με χρήματα, ο αγοραστός
4. φρ. «σέ πουλάει και σέ αγοράζει», για πανέξυπνο ή πονηρό άνθρωπο
αρχ.
1. συχνάζω στην αγορά
2. (για στρατιώτες) καταλαμβάνω τον τόπο της αγοράς
3. περιφέρομαι άσκοπα στην αγορά
4. (μέσο και παθ. με μέση σημ.) αγοράζω κάτι για τον εαυτό μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγορά.
ΠΑΡ. αρχ. ἀγορασία, ἀγόρασις.