αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(13) |
(No difference)
|
ο (AM ἐπενδύτης) επενδύω
πανωφόρι
νεοελλ.
1. χοντρό πανωφόρι
2. κοντή χλαίνη
αρχ.
χιτώνας που φοριόταν πάνω από άλλο χιτώνα («καὶ ἐξεδύσαντο Ἰωνάθαν τὸν ἐπενδύτην τὸν ἐπάνω», ΠΔ).