επενδύτης: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(13)
(No difference)

Revision as of 06:31, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο (AM ἐπενδύτης) επενδύω
πανωφόρι
νεοελλ.
1. χοντρό πανωφόρι
2. κοντή χλαίνη
αρχ.
χιτώνας που φοριόταν πάνω από άλλο χιτώνα («καὶ ἐξεδύσαντο Ἰωνάθαν τὸν ἐπενδύτην τὸν ἐπάνω», ΠΔ).