ἔνθους: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(big3_15) |
(12) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[ἔνθεος]]. | |dgtxt=v. [[ἔνθεος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-oυv (AM [[ἔνθους]], -ουν)<br />συνηρ. τ. του [[ένθεος]], συνηθέστ. στη νέα Ελληνική με τη σημ. ενθουσιασμένος, [[ενθουσιώδης]], [[γεμάτος]] ενθουσιασμό. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ουν, contr. for ἔνθεος (q. v.).
German (Pape)
[Seite 842] zsgz. = ἔνθεος, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνθους: -ουν, σηνῃρ. ἀντὶ ἔνθεος, ὃ ἴδε.
Spanish (DGE)
v. ἔνθεος.
Greek Monolingual
-oυv (AM ἔνθους, -ουν)
συνηρ. τ. του ένθεος, συνηθέστ. στη νέα Ελληνική με τη σημ. ενθουσιασμένος, ενθουσιώδης, γεμάτος ενθουσιασμό.