ἐρίθακος: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
(6_15)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρίθακος''': ὁ, πτηνὸν λάλον διδασκόμενον νὰ ψελλίζῃ λέξεις ὡς ὁ [[ψιττακός]], «[[ὄρνεον]] μονῆρες καὶ μονότροπον» Σουΐδ. - Κατ’ Ἀριστοτέλ. (π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 4), μεταβάλλουσι δὲ καὶ οἱ ἐρίθακοι καὶ οἱ καλούμενοι φοινίκουροι ἐξ [[ἀλλήλων]]· ἔστι δὲ ὁ μὲν [[ἐρίθακος]] χειμερινόν, οἱ δὲ φοινίκουροι θερινοί, διαφέρουσι δὲ [[ἀλλήλων]] οὐθὲν ὡς εἰπεῖν, ἀλλ’ ἢ τῇ χρόᾳ μόνον· πρβλ. Ἀποσπ. τοῦ [[αὐτοῦ]] 241. 10. - Παροιμ., οὐ τρέφει μία [[λόχμη]] δύο ἐριθάκους, «ἔστι δὲ [[ὄρνεον]] ὑπὸ μέν τινων καλούμενον [[ἐριθεύς]], ὑπὸ δὲ ἑτέρων [[ἐρίθυλος]], ὑπὸ τῶν πλειόνων [[ἐρίθακος]]» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 922 (927)· - ὁ Adams νομίζει ὅτι ὁ [[ἐρίθακος]] [[εἶναι]] ἡ πυραλλίς, «πετρίτης».
|lstext='''ἐρίθακος''': ὁ, πτηνὸν λάλον διδασκόμενον νὰ ψελλίζῃ λέξεις ὡς ὁ [[ψιττακός]], «[[ὄρνεον]] μονῆρες καὶ μονότροπον» Σουΐδ. - Κατ’ Ἀριστοτέλ. (π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 4), μεταβάλλουσι δὲ καὶ οἱ ἐρίθακοι καὶ οἱ καλούμενοι φοινίκουροι ἐξ [[ἀλλήλων]]· ἔστι δὲ ὁ μὲν [[ἐρίθακος]] χειμερινόν, οἱ δὲ φοινίκουροι θερινοί, διαφέρουσι δὲ [[ἀλλήλων]] οὐθὲν ὡς εἰπεῖν, ἀλλ’ ἢ τῇ χρόᾳ μόνον· πρβλ. Ἀποσπ. τοῦ [[αὐτοῦ]] 241. 10. - Παροιμ., οὐ τρέφει μία [[λόχμη]] δύο ἐριθάκους, «ἔστι δὲ [[ὄρνεον]] ὑπὸ μέν τινων καλούμενον [[ἐριθεύς]], ὑπὸ δὲ ἑτέρων [[ἐρίθυλος]], ὑπὸ τῶν πλειόνων [[ἐρίθακος]]» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 922 (927)· - ὁ Adams νομίζει ὅτι ὁ [[ἐρίθακος]] [[εἶναι]] ἡ πυραλλίς, «πετρίτης».
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐρίθακος]], ὁ (AM)<br />Ι. ωδικό [[πτηνό]] που μαθαίνει να ψελλίζει λέξεις όπως ο [[παπαγάλος]]<br />ονομάζεται και [[εριθεύς]], [[ερίθυλος]], [[φοινίκουρος]] (κν. [[πετρίτης]])<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «οὐ τρέφει μία [[λόχμη]] δύο ἐριθάκους» — γι’ αυτούς που προσπαθούν να κερδίσουν από μικρά πράγματα (Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[έριθος]]. Εμφανίζει δύο παράλληλους τ.: [[εριθεύς]] και [[ερίθυλος]]].
}}
}}

Revision as of 06:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρίθᾰκος Medium diacritics: ἐρίθακος Low diacritics: ερίθακος Capitals: ΕΡΙΘΑΚΟΣ
Transliteration A: eríthakos Transliteration B: erithakos Transliteration C: erithakos Beta Code: e)ri/qakos

English (LSJ)

ὁ,

   A robin-redbreast, Erithacus rubecula, Arist.HA592b22, Gp.15.1.22, etc.; cf. ἐριθεύς, ἐρίθυλος:—the bird described as imitative by Porph.Abst.3.4 must be different.

German (Pape)

[Seite 1028] ὁ, ein Vogel, der wie die Papageien u. Elstern sprechen lernte, Arist. H. A. 9, 49, auch ἐριθεύς.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίθακος: ὁ, πτηνὸν λάλον διδασκόμενον νὰ ψελλίζῃ λέξεις ὡς ὁ ψιττακός, «ὄρνεον μονῆρες καὶ μονότροπον» Σουΐδ. - Κατ’ Ἀριστοτέλ. (π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 4), μεταβάλλουσι δὲ καὶ οἱ ἐρίθακοι καὶ οἱ καλούμενοι φοινίκουροι ἐξ ἀλλήλων· ἔστι δὲ ὁ μὲν ἐρίθακος χειμερινόν, οἱ δὲ φοινίκουροι θερινοί, διαφέρουσι δὲ ἀλλήλων οὐθὲν ὡς εἰπεῖν, ἀλλ’ ἢ τῇ χρόᾳ μόνον· πρβλ. Ἀποσπ. τοῦ αὐτοῦ 241. 10. - Παροιμ., οὐ τρέφει μία λόχμη δύο ἐριθάκους, «ἔστι δὲ ὄρνεον ὑπὸ μέν τινων καλούμενον ἐριθεύς, ὑπὸ δὲ ἑτέρων ἐρίθυλος, ὑπὸ τῶν πλειόνων ἐρίθακος» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 922 (927)· - ὁ Adams νομίζει ὅτι ὁ ἐρίθακος εἶναι ἡ πυραλλίς, «πετρίτης».

Greek Monolingual

ἐρίθακος, ὁ (AM)
Ι. ωδικό πτηνό που μαθαίνει να ψελλίζει λέξεις όπως ο παπαγάλος
ονομάζεται και εριθεύς, ερίθυλος, φοινίκουρος (κν. πετρίτης)
2. παροιμ. «οὐ τρέφει μία λόχμη δύο ἐριθάκους» — γι’ αυτούς που προσπαθούν να κερδίσουν από μικρά πράγματα (Σχόλ. Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < έριθος. Εμφανίζει δύο παράλληλους τ.: εριθεύς και ερίθυλος].