ευαλσής: Difference between revisions

From LSJ

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source
(14)
(No difference)

Revision as of 06:32, 29 September 2017

Greek Monolingual

εὐαλσής, -ές (Α)
αυτός που έχει ωραία άλση («νησίον εὐαλσές», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αλσής (< άλσος), πρβλ. κατ-αλσής].