ετερόχρωμος: Difference between revisions
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
(14) |
(No difference)
|
Revision as of 06:32, 29 September 2017
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἑτερόχρωμος, -ον)
1. αυτός που έχει διαφορετικό χρώμα, ετερόχρους
2. ποικιλόχρωμος, παρδαλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. ά-χρωμος, πολύ-χρωμος].