αδιανόητος: Difference between revisions
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
(1) |
(No difference)
|
Revision as of 06:33, 29 September 2017
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδιανόητος, -ον)
αυτός που δεν συλλαμβάνεται ή δεν μπορεί να συλληφθεί με τη διάνοια, κατά συνέπεια ο ακατανόητος, ο ακατάληπτος
αρχ.
1. αυτός που δεν καταλαβαίνει, που δεν σκέπτεται
2. μωρός, ανόητος
3. απερίσκεπτος, αστόχαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + διανοοῦμαι.
ΠΑΡ. ἀδιανοησία μσν. ἀδιανοητεύομαι.