εὑρεσιλογία: Difference between revisions

From LSJ

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source
(Bailly1_2)
(15)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />habileté à trouver des raisons <i>ou</i> des paroles, facilité de parole.<br />'''Étymologie:''' [[εὑρίσκω]], [[λόγος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />habileté à trouver des raisons <i>ou</i> des paroles, facilité de parole.<br />'''Étymologie:''' [[εὑρίσκω]], [[λόγος]].
}}
{{grml
|mltxt=εὐρεσιλογία, ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ευρησιλογία]].
}}
}}

Revision as of 06:33, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1092] ἡ, richtiger εὑρησιλογία, Geschicklichkeit im Erfinden u. Ersinnen von Gründen u. Worten, um Etwas zu beweisen, bes. um Einem Etwas vorzuspiegeln, διὰ τῆς πρὸς ἀλλήλους εὑρεσιλογίας Pol. 18, 29, 3; Plut. def. or. 8 u. a. Sp. – Auch = der Beweis, der Grund, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

εὑρεσιλογία: ἡ, ἱκανότης περὶ τὴν εὕρεσιν λέξεων, εὐφράδεια, Εὐγλωττία, Πολύβ. 18. 29, 3, Διόδ. 1. 37, κτλ.: - σοφιστικὴ χρῆσις τῶν λέξεων, ἱκανότηςἐμπειρία εἰς τὸν σχηματισμὸν λογοπαιγνίων, Πλούτ. 2. 1033Β, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 20, 35· - εὑρησιλογία εἶναι συχνὴ διάφ. γραφή.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
habileté à trouver des raisons ou des paroles, facilité de parole.
Étymologie: εὑρίσκω, λόγος.

Greek Monolingual

εὐρεσιλογία, ἡ (Α)
βλ. ευρησιλογία.