εὐηνορία: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(6_9)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐηνορία''': ἡ, ([[εὐήνωρ]]) ἡ τοῦ ἀνδρὸς ἀρετή, [[ἀνδρεία]], [[γενναιότης]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 407· [[οὕτως]] ὁ Πίνδ. ἐν Ο. 5. 21, ἐν τῷ πληθ.
|lstext='''εὐηνορία''': ἡ, ([[εὐήνωρ]]) ἡ τοῦ ἀνδρὸς ἀρετή, [[ἀνδρεία]], [[γενναιότης]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 407· [[οὕτως]] ὁ Πίνδ. ἐν Ο. 5. 21, ἐν τῷ πληθ.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐηνορία]], δωρ. τ. [[εὐανορία]], ἡ (Α) [[ευήνωρ]]<br />η [[ανδρεία]], η [[γενναιότητα]].
}}
}}

Revision as of 06:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐηνορία Medium diacritics: εὐηνορία Low diacritics: ευηνορία Capitals: ΕΥΗΝΟΡΙΑ
Transliteration A: euēnoría Transliteration B: euēnoria Transliteration C: evinoria Beta Code: eu)hnori/a

English (LSJ)

Dor. εὐ-ᾱνορία, ἡ, (εὐήνωρ)

   A manliness, E.HF407 (lyr.): pl., Pi.O.5.20.

German (Pape)

[Seite 1067] ἡ, Mannhaftigkeit, Eur. Herc. Für. 406, in dor. Form, wie Pind. Ol. 5, 20, im plur.

Greek (Liddell-Scott)

εὐηνορία: ἡ, (εὐήνωρ) ἡ τοῦ ἀνδρὸς ἀρετή, ἀνδρεία, γενναιότης, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 407· οὕτως ὁ Πίνδ. ἐν Ο. 5. 21, ἐν τῷ πληθ.

Greek Monolingual

εὐηνορία, δωρ. τ. εὐανορία, ἡ (Α) ευήνωρ
η ανδρεία, η γενναιότητα.