ἐχιδνότοκος: Difference between revisions
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
(6_17) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐχιδνότοκος''': -ον, ὁ γεννηθεὶς ἐξ ἐχίδνης, Κ. Μανασσ. Χρον. σ. 85D, κλ. | |lstext='''ἐχιδνότοκος''': -ον, ὁ γεννηθεὶς ἐξ ἐχίδνης, Κ. Μανασσ. Χρον. σ. 85D, κλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐχιδνότοκος]], -ον (ΑΜ)<br />ο γεννημένος από [[έχιδνα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> ο γεννημένος από [[αμαρτωλή]] ή κακεντρεχή [[γυναίκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έχιδνα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρτί</i>-<i>τοκος</i>, <i>πυρί</i>-<i>τοκος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A born of a viper, Anon.Prog.9in Rh.1.626 W.
German (Pape)
[Seite 1126] natternerzeugt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχιδνότοκος: -ον, ὁ γεννηθεὶς ἐξ ἐχίδνης, Κ. Μανασσ. Χρον. σ. 85D, κλ.
Greek Monolingual
ἐχιδνότοκος, -ον (ΑΜ)
ο γεννημένος από έχιδνα
μσν.
μτφ. ο γεννημένος από αμαρτωλή ή κακεντρεχή γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + -τοκος (< τίκτω), πρβλ. αρτί-τοκος, πυρί-τοκος].