ἐχθίων: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><i>sert de Cp. à</i> [[ἐχθρός]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><i>sert de Cp. à</i> [[ἐχθρός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐχθίων]], -ον (Α)<br />εχθρικότερος, μισητότερος («καί τις γένοιτ' ἄν τῆσδ' ἔτ' [[ἐχθίων]] [[τύχη]];», <b>Αισχύλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ἐχθιόνως]] (Α)<br />εχθρικότερα («[[ἐχθιόνως]] ἔχουσιν ἤ πρὶν λαβεῑν», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανώμ. συγκριτ. του επιθ. [[εχθρός]] με κατάλ. -<i>ιων</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αισχ</i>-<i>ίων</i> <span style="color: red;"><</span> [[αισχρός]], <i>ηδ</i>-<i>ίων</i> <span style="color: red;"><</span> [[ηδύς]])].
}}
}}

Revision as of 06:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχθίων Medium diacritics: ἐχθίων Low diacritics: εχθίων Capitals: ΕΧΘΙΩΝ
Transliteration A: echthíōn Transliteration B: echthiōn Transliteration C: echthion Beta Code: e)xqi/wn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, Comp. of ἐχθρός,

   A more hateful, A.Pers.438, S.OT272, E.El.222, Ar.Av.370, Th.4.86, Pl.Ly.214c. Adv. ἐχθιόνως, ἔχειν X.Smp.4.3.

German (Pape)

[Seite 1125] ον, comparat. zu ἐχθρός, von ἔχθος abgeleitet, Aesch. Pers. 438 u. andere Tragg., wie in Prosa, τοσούτῳ ἐχθίων γίγνεσθαι Plat. Lys. 214 c, feindseliger, verhaßter.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχθίων: ῑ, ἔχθῑον, γεν. ονος, ἀνώμαλ. Συγκρ. τοῦ ἐχθρός, ἐχθρικώτερος, μισητότερος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 438, Σοφ. Ο. Τ. 272, Εὐρ. Ἠλ. 222, Ἀριστοφ. Ὄρν. 370. ― Ἐπίρρ., ἐχθιόνως ἔχειν Ξεν. Συμπ. 4, 3.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
sert de Cp. à ἐχθρός.

Greek Monolingual

ἐχθίων, -ον (Α)
εχθρικότερος, μισητότερος («καί τις γένοιτ' ἄν τῆσδ' ἔτ' ἐχθίων τύχη;», Αισχύλ.).
επίρρ...
ἐχθιόνως (Α)
εχθρικότερα («ἐχθιόνως ἔχουσιν ἤ πρὶν λαβεῑν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμ. συγκριτ. του επιθ. εχθρός με κατάλ. -ιων (πρβλ. αισχ-ίων < αισχρός, ηδ-ίων < ηδύς)].