εὐκρατῶς: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(6_7) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐκρᾰτῶς''': Ἐπίρρ., στερεῶς, [[ὅταν]] [[ξύλον]] μακρὸν ἢ μέγα μὴ [[εὐκρατῶς]] ἔχῃ τις, [[ὅταν]] δὲν κρατῇ αὐτὸ καλά, Ἀριστ. Προβλ. 3. 26, ὡς εἰ ἐξ ἐπιθ. εὐκρατής. | |lstext='''εὐκρᾰτῶς''': Ἐπίρρ., στερεῶς, [[ὅταν]] [[ξύλον]] μακρὸν ἢ μέγα μὴ [[εὐκρατῶς]] ἔχῃ τις, [[ὅταν]] δὲν κρατῇ αὐτὸ καλά, Ἀριστ. Προβλ. 3. 26, ὡς εἰ ἐξ ἐπιθ. εὐκρατής. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐκρατῶς]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[στερεά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κράτος]] «[[δύναμη]]» ή <span style="color: red;"><</span> <i>αμάρτυρο</i> <i>ευκρατής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv. (Adj. -κρᾰτής is not found)
A firmly, fast, ἔχειν τι Arist.Pr.875a22; cf. δυσκρατής.
German (Pape)
[Seite 1076] ἔχει, Arist. probl. 3, 26, adv. von dem nicht vorkommenden εὐκρατής, festhaltend, se st.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκρᾰτῶς: Ἐπίρρ., στερεῶς, ὅταν ξύλον μακρὸν ἢ μέγα μὴ εὐκρατῶς ἔχῃ τις, ὅταν δὲν κρατῇ αὐτὸ καλά, Ἀριστ. Προβλ. 3. 26, ὡς εἰ ἐξ ἐπιθ. εὐκρατής.
Greek Monolingual
εὐκρατῶς (Α)
επίρρ. στερεά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κράτος «δύναμη» ή < αμάρτυρο ευκρατής].