αιματίτης: Difference between revisions
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
(1) |
(No difference)
|
Revision as of 06:34, 29 September 2017
Greek Monolingual
ο (Α αἱματίτης) (Α και θηλ. -ῑτις)
ο όμοιος με αίμα
«αιματίτης λίθος», λίθος που περιέχει σίδηρο (κν. αιματοστάτης και αιμοστάτης), φυσικό οξείδιο του σιδήρου Fe2O3 (αλλ. ολίγιστο)
αρχ.
1. «αἱματῑτις φλέψ», η φλέβα ως αγωγός αίματος
2. «εἰλεὸς αἱματίτης», πάθηση εντερική που οφείλεται σε συστροφή και απόφραξη του εντέρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα.
ΠΑΡ. μσν. αἱματῖται].