ἡμιέτης: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
(6_7)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμιέτης''': -ες, ([[ἔτος]]) ἔχων ἡλικίαν [[ἡμίσεος]] ἔτους, ἡμίετες, καὶ ἡμ. [[χρόνος]] [[Πολυδ]]. Α΄, 54.
|lstext='''ἡμιέτης''': -ες, ([[ἔτος]]) ἔχων ἡλικίαν [[ἡμίσεος]] ἔτους, ἡμίετες, καὶ ἡμ. [[χρόνος]] [[Πολυδ]]. Α΄, 54.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμιέτης]], -ες (Α)<br />αυτός που έχει [[ηλικία]] μισού έτους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ετης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έτος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δι</i>-[[έτης]], <i>χιλι</i>-[[έτης]]].
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιέτης Medium diacritics: ἡμιέτης Low diacritics: ημιέτης Capitals: ΗΜΙΕΤΗΣ
Transliteration A: hēmiétēs Transliteration B: hēmietēs Transliteration C: imietis Beta Code: h(mie/ths

English (LSJ)

ες, (ἔτος)

   A of half a year, ἡμιέτες, καὶ ἡ. χρόνος Poll.1.54.

German (Pape)

[Seite 1168] χρόνος, = ἡμίετες, τό, Halbjahr, Poll. 1, 54.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιέτης: -ες, (ἔτος) ἔχων ἡλικίαν ἡμίσεος ἔτους, ἡμίετες, καὶ ἡμ. χρόνος Πολυδ. Α΄, 54.

Greek Monolingual

ἡμιέτης, -ες (Α)
αυτός που έχει ηλικία μισού έτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -ετης (< έτος), πρβλ. δι-έτης, χιλι-έτης].