ζώω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers

Source
(SL_1)
(16)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ζώω]] (ζώει, ζώων, [[ζώειν]].) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[live]] ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις Σεμέλα (O. 2.25) [[ἤθελον]] Χίρωνά κεζώειν τὸν ἀποιχόμενον (P. 3.3) καὶ ζώων [[ἔτι]] νεαρὸν κατ' αἶσαν υἱὸν ἴδῃ τυχόντα στεφάνων Πυθίων (P. 10.25) ζώων τ' ἀπὸ καὶ [[θανών]] (I. 7.30) ἀλλ' [[ᾧτινι]] μὴ [[λιπότεκνος]] σφαλῇ [[πάμπαν]] [[οἶκος]], ζώει κάματον προφυγὼν ἀνιαρόν Παρθ. 1. 19. met., ζώει δὲ [[μάσσων]] [[ὄλβος]] ὀπιζομένων (I. 3.5)
|sltr=[[ζώω]] (ζώει, ζώων, [[ζώειν]].) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[live]] ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις Σεμέλα (O. 2.25) [[ἤθελον]] Χίρωνά κεζώειν τὸν ἀποιχόμενον (P. 3.3) καὶ ζώων [[ἔτι]] νεαρὸν κατ' αἶσαν υἱὸν ἴδῃ τυχόντα στεφάνων Πυθίων (P. 10.25) ζώων τ' ἀπὸ καὶ [[θανών]] (I. 7.30) ἀλλ' [[ᾧτινι]] μὴ [[λιπότεκνος]] σφαλῇ [[πάμπαν]] [[οἶκος]], ζώει κάματον προφυγὼν ἀνιαρόν Παρθ. 1. 19. met., ζώει δὲ [[μάσσων]] [[ὄλβος]] ὀπιζομένων (I. 3.5)
}}
{{grml
|mltxt=<b>βλ.</b> <i>ζω</i>.
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζώω Medium diacritics: ζώω Low diacritics: ζώω Capitals: ΖΩΩ
Transliteration A: zṓō Transliteration B: zōō Transliteration C: zoo Beta Code: zw/w

English (LSJ)

Ep. and Ion. for ζῶ.

German (Pape)

[Seite 1145] ion. u. ep. = ζάω, nur praes. u. impf., leben, oft bei Hom.; ἀγαθὸν βίον ζώειν Od. 15, 491; Her. Auch Pind. Ol. 2, 27 u. oft, einzeln Soph. in lyr. Stellen, El. 154 O. C. 1215 fr. bei Stob. flor. 98, 46; sp. D., wie Antiphan. 8 (IX, 256).

Greek (Liddell-Scott)

ζώω: Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ ζάω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., inf. prés. ζώειν, impf. ἔζωον et impf. itér. ζώεσκον;
ion. et épq. c. ζάω.

English (Autenrieth)

inf. ζώειν, ζωέμεναι, part. ζώοντος and ζῶντος, ipf. ἔζωον: live; freq. joined with ὁρᾶν φάος ἠελίοιο, Od. 4.833; with ἔστιν, Od. 24.263; ῥεῖα ζώοντες, of the gods and their untroubled existence.

English (Slater)

ζώω (ζώει, ζώων, ζώειν.)
   1 live ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις Σεμέλα (O. 2.25) ἤθελον Χίρωνά κεζώειν τὸν ἀποιχόμενον (P. 3.3) καὶ ζώων ἔτι νεαρὸν κατ' αἶσαν υἱὸν ἴδῃ τυχόντα στεφάνων Πυθίων (P. 10.25) ζώων τ' ἀπὸ καὶ θανών (I. 7.30) ἀλλ' ᾧτινι μὴ λιπότεκνος σφαλῇ πάμπαν οἶκος, ζώει κάματον προφυγὼν ἀνιαρόν Παρθ. 1. 19. met., ζώει δὲ μάσσων ὄλβος ὀπιζομένων (I. 3.5)

Greek Monolingual

βλ. ζω.