θαλυκρός: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
(6_4)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θᾰλῡκρός''': -ά, -όν, [[θερμός]], «καίων», [[διάπυρος]], θ. [[κέντρον]] ἐρωμανίης Ἀνθ. Π. 5. 220· θαλυκρόν· ἀναιδές, πανοῦργον, θερμόν, Ἡσύχ.· - ἀποθ., θαλυκρέομαι, = [[ψεύδομαι]], Ἡσύχ.
|lstext='''θᾰλῡκρός''': -ά, -όν, [[θερμός]], «καίων», [[διάπυρος]], θ. [[κέντρον]] ἐρωμανίης Ἀνθ. Π. 5. 220· θαλυκρόν· ἀναιδές, πανοῦργον, θερμόν, Ἡσύχ.· - ἀποθ., θαλυκρέομαι, = [[ψεύδομαι]], Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[θαλυκρός]], -ά, -όν (Α)<br />[[θερμός]], [[διάπυρος]] («θαλυκρὸν [[κέντρον]] ἐρωτομανίης» — καυτό [[κεντρί]] ερωτικής μανίας).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το -<i>κ</i>- στο θ. ανάγεται πιθ. σε ένα ΙΕ χειλοϋπερωικό q<sup>w</sup> (<b>[[πρβλ]].</b> [[θάλπω]]). Οι τ. <i>θαλύψαι</i>, <i>θαλύ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>πτ</i> &GT; <i>εσθαι</i> αποτελούν [[μάλλον]] αναλογικούς μεταπλασμούς. Κατά το [[θαλυκρός]] σχηματίστηκε το επίθ. [[αλυκρός]]].
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλυκρός Medium diacritics: θαλυκρός Low diacritics: θαλυκρός Capitals: ΘΑΛΥΚΡΟΣ
Transliteration A: thalykrós Transliteration B: thalykros Transliteration C: thalykros Beta Code: qalukro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A hot, glowing, ἁπάντῃ πάντα θ. ἐγώ Call.Fr.anon. 69; θ. κέντρον ἐρωμανίης AP5.219 (Agath.):—hence θαλυκρέομαι, = ψεύδομαι, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1185] warm, erhitzend; θαλ. κέντρον ἐρωμανίης Agath. 15 (V, 220); Suid. erkl. διάπυρος. Uebertr., hitzig, leidenschaftlich, verwegen, auch frech, Hesych., der sogar ἀναιδές, πανοῦργον dafür setzt.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλῡκρός: -ά, -όν, θερμός, «καίων», διάπυρος, θ. κέντρον ἐρωμανίης Ἀνθ. Π. 5. 220· θαλυκρόν· ἀναιδές, πανοῦργον, θερμόν, Ἡσύχ.· - ἀποθ., θαλυκρέομαι, = ψεύδομαι, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

θαλυκρός, -ά, -όν (Α)
θερμός, διάπυρος («θαλυκρὸν κέντρον ἐρωτομανίης» — καυτό κεντρί ερωτικής μανίας).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το -κ- στο θ. ανάγεται πιθ. σε ένα ΙΕ χειλοϋπερωικό qw (πρβλ. θάλπω). Οι τ. θαλύψαι, θαλύ < πτ > εσθαι αποτελούν μάλλον αναλογικούς μεταπλασμούς. Κατά το θαλυκρός σχηματίστηκε το επίθ. αλυκρός].