ἡδυσματοθήκη: Difference between revisions
From LSJ
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
(6_9) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡδυσματοθήκη''': ἡ, [[θήκη]], [[μυροθήκη]], ἀρωματοθήκη, [[Πολυδ]]. Ι΄, 93. | |lstext='''ἡδυσματοθήκη''': ἡ, [[θήκη]], [[μυροθήκη]], ἀρωματοθήκη, [[Πολυδ]]. Ι΄, 93. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡδυσματοθήκη]], ἡ (Α)<br />[[θήκη]] για ήδύσματα, αρωματοθήκη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ηδυσματ</i>- του [[ήδυσμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> γεν. <i>ηδύσματ</i>-<i>ος</i>) <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θήκη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A spice-box, Poll.10.93.
German (Pape)
[Seite 1154] ἡ, Gewürzkästchen, Poll. 10, 93.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυσματοθήκη: ἡ, θήκη, μυροθήκη, ἀρωματοθήκη, Πολυδ. Ι΄, 93.
Greek Monolingual
ἡδυσματοθήκη, ἡ (Α)
θήκη για ήδύσματα, αρωματοθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηδυσματ- του ήδυσμα (πρβλ. γεν. ηδύσματ-ος) + συνδετικό φωνήεν -ο- + θήκη.