θεογενής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεογενής''': -ές, ἐκ θεοῦ γεννηθείς, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 351˙ ἴδε [[θειογενής]]. | |lstext='''θεογενής''': -ές, ἐκ θεοῦ γεννηθείς, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 351˙ ἴδε [[θειογενής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θεογενής]] και [[θεογεννής]], -ές (Α)<br />αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από κάποιον θεό («[[θεός]] τοι καί [[θεογενής]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>γενής</i>, <i>ομο</i>-<i>γενής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A born of God, Sch.rec.A.Pr.351, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1195] ές, gottgeboren, Schol. Aesch. Prom. 351.
Greek (Liddell-Scott)
θεογενής: -ές, ἐκ θεοῦ γεννηθείς, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 351˙ ἴδε θειογενής.
Greek Monolingual
θεογενής και θεογεννής, -ές (Α)
αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από κάποιον θεό («θεός τοι καί θεογενής», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -γενής (< γένος), πρβλ. ευ-γενής, ομο-γενής].