ἡλιόκτυπος: Difference between revisions
From LSJ
Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist
(Bailly1_2) |
(16) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />frappé du soleil.<br />'''Étymologie:''' [[ἥλιος]], [[κτυπέω]]. | |btext=ος, ον :<br />frappé du soleil.<br />'''Étymologie:''' [[ἥλιος]], [[κτυπέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡλιόκτυπος]], -ον (Α)<br />ο καμένος από τον ήλιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτυπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτυπώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[αντί]]-<i>κτυπος</i>, <i>οπλό</i>-<i>κτυπος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A sunburnt, A.Supp.155(lyr.) (ἡδιόκτυπον cod. Med.).
German (Pape)
[Seite 1162] = ἡλιόβλητος, μέλαν ἡλ. γένος Aesch. Suppl. 146, nach Wellauer's Verbesserung.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιόκτῠπος: -ον, ἡλιόβλητος, ἡλιοκαής, Αἰσχύλ, Ἱκετ. 155, ἐκ δορθώσεως τοῦ Wellauer ἀντὶ ἡ διόκτυπον (κατὰ τὴν γραφὴν τοῦ χειρογρ., ― οὐχὶ ἢ διόκτυπον).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
frappé du soleil.
Étymologie: ἥλιος, κτυπέω.
Greek Monolingual
ἡλιόκτυπος, -ον (Α)
ο καμένος από τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -κτυπος (< κτυπώ), πρβλ. αντί-κτυπος, οπλό-κτυπος].