ἱερακοτρόφος: Difference between revisions
From LSJ
(6_16) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱερᾱκοτρόφος''': -ον, = [[ἱερακοβοσκός]], Εὐνάπ. 95. 18. | |lstext='''ἱερᾱκοτρόφος''': -ον, = [[ἱερακοβοσκός]], Εὐνάπ. 95. 18. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ο (ΑΜ [[ἱερακοτρόφος]], -ον)<br />αυτός που τρέφει γεράκια<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ιερακοτρόφος]]<br />ο [[γερακάρης]], αυτός που τρέφει και εκπαιδεύει γεράκια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως ουσ.</b> ο [[μαθητής]] του Ιέρακος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιέραξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τροφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βοο</i>-<i>τρόφος</i>, <i>κυνο</i>-<i>τρόφος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,= ἱερακοβοσκός, Cat.Cod.Astr.7.118,al. II pupil of Hierax, Eun.Hist. p.268 D.
German (Pape)
[Seite 1240] Habichte haltend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερᾱκοτρόφος: -ον, = ἱερακοβοσκός, Εὐνάπ. 95. 18.
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ ἱερακοτρόφος, -ον)
αυτός που τρέφει γεράκια
(νεοελλ.-μσν.) το αρσ. ως ουσ. ο ιερακοτρόφος
ο γερακάρης, αυτός που τρέφει και εκπαιδεύει γεράκια
αρχ.
ως ουσ. ο μαθητής του Ιέρακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, -ακος + -τροφος < τρέφω (πρβλ. βοο-τρόφος, κυνο-τρόφος)].