θυρωτός: Difference between revisions

From LSJ

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source
(Bailly1_3)
(17)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />garni d’une porte.<br />'''Étymologie:''' [[θυρόω]].
|btext=ή, όν :<br />garni d’une porte.<br />'''Étymologie:''' [[θυρόω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θυρωτός]], -ή, -όν (Α) [[θύρα]]<br />αυτός που έχει [[θύρα]] ή [[άνοιγμα]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θυρωτόν</i><br />α) [[άνοιγμα]] για [[θύρα]]<br />β. [[κούφωμα]].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυρωτός Medium diacritics: θυρωτός Low diacritics: θυρωτός Capitals: ΘΥΡΩΤΟΣ
Transliteration A: thyrōtós Transliteration B: thyrōtos Transliteration C: thyrotos Beta Code: qurwto/s

English (LSJ)

όν,

   A with a door or aperture, στήθη Babr.59.11: neut. as Subst., θυρ-ωτόν, τό, doorway, IG4.1484.304 (Epid., dual).

Greek (Liddell-Scott)

θυρωτός: -όν, ἔχων θύραν ἢ ἄνοιγμα, Βαβρ. 59. 11.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
garni d’une porte.
Étymologie: θυρόω.

Greek Monolingual

θυρωτός, -ή, -όν (Α) θύρα
αυτός που έχει θύρα ή άνοιγμα
το ουδ. ως ουσ. το θυρωτόν
α) άνοιγμα για θύρα
β. κούφωμα.