θυμομαχία: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source
(6_11)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θῡμομᾰχία''': ἡ, πεισματώδης [[μάχη]], Πολύαιν. 2. 1, 19, Ἐκκλ.
|lstext='''θῡμομᾰχία''': ἡ, πεισματώδης [[μάχη]], Πολύαιν. 2. 1, 19, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[θυμομαχία]], ἡ (Α)<br />[[πεισματώδης]] [[μάχη]], ορμητική [[μάχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυμο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>μάχος</i>, <span style="color: red;"><</span> [[μάχη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ναυ</i>-<i>μαχία</i>, <i>οδο</i>-<i>μαχία</i>].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμομᾰχία Medium diacritics: θυμομαχία Low diacritics: θυμομαχία Capitals: ΘΥΜΟΜΑΧΙΑ
Transliteration A: thymomachía Transliteration B: thymomachia Transliteration C: thymomachia Beta Code: qumomaxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A desperate fight, Polyaen.2.1.19.

German (Pape)

[Seite 1224] ἡ, hitziger Kampf, Polyaen. 2, 1, 19.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμομᾰχία: ἡ, πεισματώδης μάχη, Πολύαιν. 2. 1, 19, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

θυμομαχία, ἡ (Α)
πεισματώδης μάχη, ορμητική μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -μαχία (< -μάχος, < μάχη), πρβλ. ναυ-μαχία, οδο-μαχία].