θύννα: Difference between revisions
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(6_12) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θύννα''': -ης, -ἡ, = [[θυννίς]], ὁ [[θῆλυς]] [[θύννος]]· θύνναν Ἱππῶν. 26· θύννης Ἀντιφάν. Κουρ. 2, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 303Ε, πρβλ. Ἀνέκδ. Ὀξ. 449. | |lstext='''θύννα''': -ης, -ἡ, = [[θυννίς]], ὁ [[θῆλυς]] [[θύννος]]· θύνναν Ἱππῶν. 26· θύννης Ἀντιφάν. Κουρ. 2, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 303Ε, πρβλ. Ἀνέκδ. Ὀξ. 449. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θύννα]], ἡ (ΑΜ)<br />ο [[θηλυκός]] τον(ν)ος, (το [[ψάρι]]),αλλ. [[θυννίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> θηλ. παράλλ. τ. του [[θύννος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ης, ἡ,
A female tunny, θύνναν f.l. in Hippon.35.2: θύννης Antiph.129.4, Archestr.Fr.37.1.
German (Pape)
[Seite 1225] ἡ, nach E. M. 459, 25 das Weibchen des Thunfisches; Antiphan. Hippon. Ath. VII, 304 b; Opp. H. 1, 756.
Greek (Liddell-Scott)
θύννα: -ης, -ἡ, = θυννίς, ὁ θῆλυς θύννος· θύνναν Ἱππῶν. 26· θύννης Ἀντιφάν. Κουρ. 2, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 303Ε, πρβλ. Ἀνέκδ. Ὀξ. 449.
Greek Monolingual
θύννα, ἡ (ΑΜ)
ο θηλυκός τον(ν)ος, (το ψάρι),αλλ. θυννίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. παράλλ. τ. του θύννος].