ἱμάντωσις: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱμάντωσις''': -εως, ἡ, τὸ συνδέειν διὰ λωρίων, «[[ἱμάντωσις]]· [[σύνδεσμος]] τῶν κορυγίων (corrigiarum) τοῦ ὑποδήματος» Ἡσύχ.· περὶ τῶν λωρίων ἁμάξης, [[Πολυδ]]. Α΄, 142. ΙΙ. [[δέσις]] ξύλων ἐμβαλλομένων τοῖς οἰκοδομήμασιν, Ἑβδ. (Σειράχ. ΚΒ΄, 16), Φώτ., κτλ. ΙΙΙ. ἐπιμήκυνσις τοῦ γαργαρεῶνος (σταφυλῆς), ὡς τὸ [[ἱμάντιον]], Ἀέτ. 8, 43. | |lstext='''ἱμάντωσις''': -εως, ἡ, τὸ συνδέειν διὰ λωρίων, «[[ἱμάντωσις]]· [[σύνδεσμος]] τῶν κορυγίων (corrigiarum) τοῦ ὑποδήματος» Ἡσύχ.· περὶ τῶν λωρίων ἁμάξης, [[Πολυδ]]. Α΄, 142. ΙΙ. [[δέσις]] ξύλων ἐμβαλλομένων τοῖς οἰκοδομήμασιν, Ἑβδ. (Σειράχ. ΚΒ΄, 16), Φώτ., κτλ. ΙΙΙ. ἐπιμήκυνσις τοῦ γαργαρεῶνος (σταφυλῆς), ὡς τὸ [[ἱμάντιον]], Ἀέτ. 8, 43. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱμάντωσις]], ἡ (Α) [[ιμαντώ]]<br /><b>1.</b> [[ένωση]] ή [[δέσιμο]] με λουριά<br /><b>2.</b> η ξυλοδεσιά οικοδομής<br /><b>3.</b> η [[επιγλωττίδα]], η [[σταφυλή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A binding with thongs, Id.; of the straps of a car, Poll.1.142. II piece of timber used instead of a bond-stone, LXXSi.22.16, Phot., etc.
German (Pape)
[Seite 1252] ἡ, eigtl. das Binden mit Riemen, Riemenzeug, Poll. 1, 142; übh. das Verbinden; auch eine Mauer, VLL. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἱμάντωσις: -εως, ἡ, τὸ συνδέειν διὰ λωρίων, «ἱμάντωσις· σύνδεσμος τῶν κορυγίων (corrigiarum) τοῦ ὑποδήματος» Ἡσύχ.· περὶ τῶν λωρίων ἁμάξης, Πολυδ. Α΄, 142. ΙΙ. δέσις ξύλων ἐμβαλλομένων τοῖς οἰκοδομήμασιν, Ἑβδ. (Σειράχ. ΚΒ΄, 16), Φώτ., κτλ. ΙΙΙ. ἐπιμήκυνσις τοῦ γαργαρεῶνος (σταφυλῆς), ὡς τὸ ἱμάντιον, Ἀέτ. 8, 43.
Greek Monolingual
ἱμάντωσις, ἡ (Α) ιμαντώ
1. ένωση ή δέσιμο με λουριά
2. η ξυλοδεσιά οικοδομής
3. η επιγλωττίδα, η σταφυλή.