ἰδεῖν: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>inf. ao.2 de</i> [[εἶδον]], v. *εἴδω.
|btext=<i>inf. ao.2 de</i> [[εἶδον]], v. *εἴδω.
}}
{{grml
|mltxt=ἰδεῑν, τὸ (Μ)<br /><b>1.</b> [[βλέμμα]], [[ματιά]]<br /><b>2.</b> όψη, [[εμφάνιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένο απρμφ. αορ. β' του ρ. <i>ορώ</i> με σημ. την αφηρημένη [[έννοια]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>το [[είναι]] «ύπαρξη»)].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδεῖν Medium diacritics: ἰδεῖν Low diacritics: ιδείν Capitals: ΙΔΕΙΝ
Transliteration A: ideîn Transliteration B: idein Transliteration C: idein Beta Code: i)dei=n

English (LSJ)

Ep. ἰδέειν, Dor. ἰδέμεν, aor. 2 inf. of ὁράω,

   A v. εἴδω.

German (Pape)

[Seite 1235] inf. zu εἶδον, aor. von ὁράω.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδεῖν: ἀπαρ. τοῦ ἀορ. β΄ εἶδον˙ Ἐπικ. ἰδέειν Ὅμ.˙ Δωρ. ἰδέμεν Πίνδ.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 de εἶδον, v. *εἴδω.

Greek Monolingual

ἰδεῑν, τὸ (Μ)
1. βλέμμα, ματιά
2. όψη, εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο απρμφ. αορ. β' του ρ. ορώ με σημ. την αφηρημένη έννοια (πρβλ. το είναι «ύπαρξη»)].