θυρσοκόμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source
(6_15)
(17)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''θυρσοκόμος''': ὁ, ὁ περιποιούμενος τὸν θύρσον· ἓν ἐκ τῶν δραμάτων τοῦ Λυσίππου, Σουΐδ. ἐν λ. Λύσιππος.
|lstext='''θυρσοκόμος''': ὁ, ὁ περιποιούμενος τὸν θύρσον· ἓν ἐκ τῶν δραμάτων τοῦ Λυσίππου, Σουΐδ. ἐν λ. Λύσιππος.
}}
{{grml
|mltxt=[[θυρσοκόμος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. του Διονύσου) αυτός που επιμελείται τον θύρσο, αυτός που περιποιείται τον θύρσο<br /><b>2.</b> <b>ως κύρ. όν.</b> <i>Θυρσοκόμος</i><br />[[τίτλος]] δράματος του Λυσίππου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρσος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κομώ]] «[[φροντίζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππο</i>-<i>κόμος</i>, [[νοσοκόμος]].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυρσοκόμος Medium diacritics: θυρσοκόμος Low diacritics: θυρσοκόμος Capitals: ΘΥΡΣΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: thyrsokómos Transliteration B: thyrsokomos Transliteration C: thyrsokomos Beta Code: qursoko/mos

English (LSJ)

ὁ,

   A thyrsuskeeper, a play of Lysippus, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

θυρσοκόμος: ὁ, ὁ περιποιούμενος τὸν θύρσον· ἓν ἐκ τῶν δραμάτων τοῦ Λυσίππου, Σουΐδ. ἐν λ. Λύσιππος.

Greek Monolingual

θυρσοκόμος, ὁ (Α)
1. (ως επίθ. του Διονύσου) αυτός που επιμελείται τον θύρσο, αυτός που περιποιείται τον θύρσο
2. ως κύρ. όν. Θυρσοκόμος
τίτλος δράματος του Λυσίππου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -κόμος (< κομώ «φροντίζω»), πρβλ. ιππο-κόμος, νοσοκόμος.