ἰνδαλμός: Difference between revisions
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(6_14) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰνδαλμός''': ὁ = [[ἴνδαλμα]], [[ὄνομα]] ποιήματός τινος τοῦ Τίμωνος, Διογ. Λ. 9. 65, 105. | |lstext='''ἰνδαλμός''': ὁ = [[ἴνδαλμα]], [[ὄνομα]] ποιήματός τινος τοῦ Τίμωνος, Διογ. Λ. 9. 65, 105. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰνδαλμός]], ὁ (Α) [[ινδάλλομαι]]<br /><b>1.</b> το [[ίνδαλμα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>Ἰνδαλμοί</i><br />[[τίτλος]] ποιήματος του Φλιασίου Τίμωνος. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,= ἴνδαλμα, in pl., Hp.Ep.18: title of work by Timon, D.L.9.65,105.
German (Pape)
[Seite 1254] ὁ, = ἴνδαλμα, Arcad. p. 59, 3; bei D. L. 9, 65 Titel eines Gedichtes des Phliasiers Timon.
Greek (Liddell-Scott)
ἰνδαλμός: ὁ = ἴνδαλμα, ὄνομα ποιήματός τινος τοῦ Τίμωνος, Διογ. Λ. 9. 65, 105.
Greek Monolingual
ἰνδαλμός, ὁ (Α) ινδάλλομαι
1. το ίνδαλμα
2. στον πληθ. Ἰνδαλμοί
τίτλος ποιήματος του Φλιασίου Τίμωνος.