θεόπληκτος: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
(eksahir) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[tocado por la divinidad]] | |esgtx=[[tocado por la divinidad]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θεόπληκτος]], δωρ. τ. θεόπλακτος, -ον (Α)<br />ο κτυπημένος από θεό, [[θεοβλαβής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δορί</i>-<i>πληκτος</i>, <i>φαντασιό</i>-<i>πληκτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A stricken of God, Hsch. (in Dor. form -πλακτος).
Greek (Liddell-Scott)
θεόπληκτος: -ον, ὑπὸ τοῦ θεοῦ πληχθείς, κτυπηθείς, θεοβλαβής, Ἠσύχ. ἐν τῷ Δωρ. τύπω -πλακτος.
Spanish
Greek Monolingual
θεόπληκτος, δωρ. τ. θεόπλακτος, -ον (Α)
ο κτυπημένος από θεό, θεοβλαβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. δορί-πληκτος, φαντασιό-πληκτος].