ἐκτειχισμός: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(big3_14b)
(11)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[fortificación]], [[acción de fortificar]] τοῦ ναυστάθμου Arr.<i>An</i>.6.20.1.
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[fortificación]], [[acción de fortificar]] τοῦ ναυστάθμου Arr.<i>An</i>.6.20.1.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐκτειχισμός]], ο (Α)<br />η [[πλήρης]] [[οχύρωση]], ιδιαίτερα με τείχη («πρὸς τὸν ἐκτειχισμὸν τοῡ ναυστάθμου», για την πλήρη [[οχύρωση]] του ναυστάθμου<br />Αρριαν.).
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτειχισμός Medium diacritics: ἐκτειχισμός Low diacritics: εκτειχισμός Capitals: ΕΚΤΕΙΧΙΣΜΟΣ
Transliteration A: ekteichismós Transliteration B: ekteichismos Transliteration C: ekteichismos Beta Code: e)kteixismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A fortification, Arr.An.6.20.1.

German (Pape)

[Seite 780] ὁ, Befestigung durch Mauern, Arr. An. 6, 20, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτειχισμός: ὁ, ἡ διὰ τειχῶν ὀχύρωσις, Ἀρρ. Ἀν. 6. 20, 2.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
fortificación, acción de fortificar τοῦ ναυστάθμου Arr.An.6.20.1.

Greek Monolingual

ἐκτειχισμός, ο (Α)
η πλήρης οχύρωση, ιδιαίτερα με τείχη («πρὸς τὸν ἐκτειχισμὸν τοῡ ναυστάθμου», για την πλήρη οχύρωση του ναυστάθμου
Αρριαν.).