ἰσοβαρής: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />d’un poids égal à, gén. <i>ou</i> dat..<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[βάρος]]. | |btext=ής, ές :<br />d’un poids égal à, gén. <i>ou</i> dat..<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[βάρος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[ἰσοβαρής]], -ές)<br />αυτός που έχει το ίδιο [[βάρος]] με άλλον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ίδια]] βαρομετρική [[πίεση]] με άλλον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ισοβαρείς καμπύλες» — οι καμπύλες γραμμές [[πάνω]] σε μετεωρολογικούς χάρτες, οι οποίες ενώνουν τους τόπους που έχουν την [[ίδια]] βαρομετρική [[πίεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ετερο</i>-<i>βαρής</i>, <i>ομοιο</i>-<i>βαρής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A of equal weight, Arist.Cael.273b24,308b34, Chrysipp.Stoic.2.175, Archim.Fluit.1.3, Luc.Vit.Auct. 27.
German (Pape)
[Seite 1264] ές, gleich schwer, Luc. Vit. auct. 27 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοβᾰρής: -ές, ἔχων ἴσον βάρος, Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 6, 8., 4. 2, 7, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
d’un poids égal à, gén. ou dat..
Étymologie: ἴσος, βάρος.
Greek Monolingual
-ές (Α ἰσοβαρής, -ές)
αυτός που έχει το ίδιο βάρος με άλλον
νεοελλ.
1. αυτός που έχει την ίδια βαρομετρική πίεση με άλλον
2. φρ. «ισοβαρείς καμπύλες» — οι καμπύλες γραμμές πάνω σε μετεωρολογικούς χάρτες, οι οποίες ενώνουν τους τόπους που έχουν την ίδια βαρομετρική πίεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ετερο-βαρής, ομοιο-βαρής].