ἰσόβοιος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
(6_15) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰσόβοιος''': -ον, ([[βοῦς]]) ἔχων ἀξίαν ἑνὸς βοός, Ἡσύχ. ἐν λ. [[ἀντίβοιος]]. ΙΙ. ἰσόβοιον, τό, «[[ἄνθος]] ὅμοιον μήκωνι», δηλ. ὅμοιον μὲ «παπαροῦναν», Ἡσύχ. ἐνλέξει. | |lstext='''ἰσόβοιος''': -ον, ([[βοῦς]]) ἔχων ἀξίαν ἑνὸς βοός, Ἡσύχ. ἐν λ. [[ἀντίβοιος]]. ΙΙ. ἰσόβοιον, τό, «[[ἄνθος]] ὅμοιον μήκωνι», δηλ. ὅμοιον μὲ «παπαροῦναν», Ἡσύχ. ἐνλέξει. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰσόβοιος]] -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[αξία]] ενός βοδιού<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἰσόβοιον</i><br />[[άνθος]] με μήκωνα ([[παπαρούνα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βοιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βοῦς]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ἀλφεσί</i>-<i>βοιος</i>, <i>μυριό</i>-<i>βοιος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (βοῦς)
A worth an ox, Hsch. s.v. ἀντίβοιος. II ἰσόβοιον, τό, a poppy-like flower, Id.
German (Pape)
[Seite 1264] einem Ochsen gleich an Werth, Erkl. von ἀντίβοιος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόβοιος: -ον, (βοῦς) ἔχων ἀξίαν ἑνὸς βοός, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀντίβοιος. ΙΙ. ἰσόβοιον, τό, «ἄνθος ὅμοιον μήκωνι», δηλ. ὅμοιον μὲ «παπαροῦναν», Ἡσύχ. ἐνλέξει.
Greek Monolingual
ἰσόβοιος -ον (Α)
1. αυτός που έχει αξία ενός βοδιού
2. (κατά τον Ησύχ.) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόβοιον
άνθος με μήκωνα (παπαρούνα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱσ(ο)- + -βοιος (< βοῦς), πρβλ. ἀλφεσί-βοιος, μυριό-βοιος].