καλάμιον: Difference between revisions

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
(c2)
(18)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1307.png Seite 1307]] τό, dim. von [[κάλαμος]], Sp. – Nach Schol. Ar. Plut. 784 auch = [[ἀντικνήμιον]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1307.png Seite 1307]] τό, dim. von [[κάλαμος]], Sp. – Nach Schol. Ar. Plut. 784 auch = [[ἀντικνήμιον]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καλάμιον]], τὸ (Α) [[κάλαμος]]<br /><b>1.</b> (υποκορ. του [[κάλαμος]]) μικρό [[καλάμι]], [[καλαμάκι]]<br /><b>2.</b> [[εργαλείο]] για τη [[διακόσμηση]] τών μαλλιών<br /><b>3.</b> το πρόσθιο [[οστό]] της κνήμης, αλλ. αντικνήμιον, αντικνήμι<br /><b>4.</b> [[σχίζα]], απόσχισμα ξύλου, [[αγκίδα]]<br /><b>5.</b> (στο Βυζάντιο, [[κατά]] τον 4ο αιώνα) ένα [[σύμβολο]] με το οποίο έπαιρναν [[σιτηρέσιο]]<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ καλάμια</i><br />τα λουριά με τα οποία έδεναν στα πόδια τα σανδάλια.
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλάμιον Medium diacritics: καλάμιον Low diacritics: καλάμιον Capitals: ΚΑΛΑΜΙΟΝ
Transliteration A: kalámion Transliteration B: kalamion Transliteration C: kalamion Beta Code: kala/mion

English (LSJ)

τό, Dim. of καλάμη, Hsch. (pl.).    II of κάλαμος:    1 = sq. 1, POxy.1631.14 (iii A.D.): without diminutive sense, κ. μεγάλα ib.1742.4 (iv A.D.).    2 = κάλαμος 11.8, Eust.1181.53.    3 καλάμια τῶν ὑποδέσεων, = ἀναγωγεῖς, Id.995.30: sg., Sch.Ar.Pl.784.    4 splint, Paul.Aeg.6.8.

German (Pape)

[Seite 1307] τό, dim. von κάλαμος, Sp. – Nach Schol. Ar. Plut. 784 auch = ἀντικνήμιον.

Greek Monolingual

καλάμιον, τὸ (Α) κάλαμος
1. (υποκορ. του κάλαμος) μικρό καλάμι, καλαμάκι
2. εργαλείο για τη διακόσμηση τών μαλλιών
3. το πρόσθιο οστό της κνήμης, αλλ. αντικνήμιον, αντικνήμι
4. σχίζα, απόσχισμα ξύλου, αγκίδα
5. (στο Βυζάντιο, κατά τον 4ο αιώνα) ένα σύμβολο με το οποίο έπαιρναν σιτηρέσιο
6. στον πληθ. τὰ καλάμια
τα λουριά με τα οποία έδεναν στα πόδια τα σανδάλια.