καλάμιον
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
English (LSJ)
τό, Dim. of καλάμη, Hsch. (pl.).
II of κάλαμος:
1 = καλαμίς (limed twig) 1, POxy.1631.14 (iii A.D.): without diminutive sense, κ. μεγάλα ib.1742.4 (iv A.D.).
2 = κάλαμος II.8, Eust.1181.53.
3 καλάμια τῶν ὑποδέσεων, = ἀναγωγεῖς, Id.995.30: sg., Sch.Ar.Pl.784.
4 splint, Paul.Aeg.6.8.
German (Pape)
[Seite 1307] τό, dim. von κάλαμος, Sp. – Nach Schol. Ar. Plut. 784 auch = ἀντικνήμιον.
Greek Monolingual
καλάμιον, τὸ (Α) κάλαμος
1. (υποκορ. του κάλαμος) μικρό καλάμι, καλαμάκι
2. εργαλείο για τη διακόσμηση τών μαλλιών
3. το πρόσθιο οστό της κνήμης, αλλ. αντικνήμιον, αντικνήμι
4. σχίζα, απόσχισμα ξύλου, αγκίδα
5. (στο Βυζάντιο, κατά τον 4ο αιώνα) ένα σύμβολο με το οποίο έπαιρναν σιτηρέσιο
6. στον πληθ. τὰ καλάμια
τα λουριά με τα οποία έδεναν στα πόδια τα σανδάλια.