καλώνυμος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν τεθνηκότα μὴ κακολογεῖν → do not speak ill of the dead, speak no ill of the dead (Chilon the Spartan)

Source
(6_17)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλώνῠμος''': -ον, ἔχων καλὸν [[ὄνομα]], Φωτ. Βιβλιοθ. 88. 27, Συλλ. Ἐπιγρ. 9622.
|lstext='''καλώνῠμος''': -ον, ἔχων καλὸν [[ὄνομα]], Φωτ. Βιβλιοθ. 88. 27, Συλλ. Ἐπιγρ. 9622.
}}
{{grml
|mltxt=[[καλώνυμος]], -ον (AM)<br />αυτός που έχει καλό όνομα, καλή [[φήμη]], [[υπόληψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. και δωρ. τ. του [[ὄνομα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιδι</i>-<i>ώνυμος</i>, <i>ψευδ</i>-<i>ώνυμος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλώνῠμος Medium diacritics: καλώνυμος Low diacritics: καλώνυμος Capitals: ΚΑΛΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: kalṓnymos Transliteration B: kalōnymos Transliteration C: kalonymos Beta Code: kalw/numos

English (LSJ)

ον,

   A bearing a fair name, εὐσέβεια IG5(1).1331 (Laconia), cf. EM143.22.

German (Pape)

[Seite 1315] mit schönem Namen, VLL., Erkl. von εὐώνυμος.

Greek (Liddell-Scott)

καλώνῠμος: -ον, ἔχων καλὸν ὄνομα, Φωτ. Βιβλιοθ. 88. 27, Συλλ. Ἐπιγρ. 9622.

Greek Monolingual

καλώνυμος, -ον (AM)
αυτός που έχει καλό όνομα, καλή φήμη, υπόληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ιδι-ώνυμος, ψευδ-ώνυμος].