καλότροπος: Difference between revisions

From LSJ

βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure

Source
(6_19)
(18)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλότροπος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ καλοὺς ἔχων τρόπους, Ἰω. Διάκονος ἐν Bandini Anecd. 91.
|lstext='''καλότροπος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ καλοὺς ἔχων τρόπους, Ἰω. Διάκονος ἐν Bandini Anecd. 91.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[καλότροπος]], -ον)<br />αυτός που έχει καλούς, ευγενείς τρόπους, που φέρεται καλά, [[ευπροσήγορος]], [[καταδεκτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρόπος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιδιό</i>-<i>τροπος</i>, <i>ποικιλό</i>-<i>τροπος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλότροπος Medium diacritics: καλότροπος Low diacritics: καλότροπος Capitals: ΚΑΛΟΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: kalótropos Transliteration B: kalotropos Transliteration C: kalotropos Beta Code: kalo/tropos

English (LSJ)

ον,

   A well-mannered, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

καλότροπος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ καλοὺς ἔχων τρόπους, Ἰω. Διάκονος ἐν Bandini Anecd. 91.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM καλότροπος, -ον)
αυτός που έχει καλούς, ευγενείς τρόπους, που φέρεται καλά, ευπροσήγορος, καταδεκτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -τροπος (< τρόπος), πρβλ. ιδιό-τροπος, ποικιλό-τροπος].