κακομήτης: Difference between revisions
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(6_19) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κακομήτης''': -ου, ὁ, = τῷ προηγ., Εὐρ. Ὀρ. 1403, Ὀρφ. Ἀποσπ. 8. 47 (50), «[[κακόβουλος]]» Ἡσύχ. | |lstext='''κακομήτης''': -ου, ὁ, = τῷ προηγ., Εὐρ. Ὀρ. 1403, Ὀρφ. Ἀποσπ. 8. 47 (50), «[[κακόβουλος]]» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κακομήτης]], ὁ (Α)<br />[[κακομηδής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μητης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μῆτις]] «[[ευφυΐα]], [[πανουργία]], [[τέχνασμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγκυλο</i>-<i>μήτης</i>, <i>αιμυλο</i>-<i>μήτης</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, = foreg., pl.
A -μῆται Orph.Fr.119.
German (Pape)
[Seite 1301] ὁ, dasselbe, Eur. Or. 1403.
Greek (Liddell-Scott)
κακομήτης: -ου, ὁ, = τῷ προηγ., Εὐρ. Ὀρ. 1403, Ὀρφ. Ἀποσπ. 8. 47 (50), «κακόβουλος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κακομήτης, ὁ (Α)
κακομηδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μητης (< μῆτις «ευφυΐα, πανουργία, τέχνασμα), πρβλ. αγκυλο-μήτης, αιμυλο-μήτης].