ἰσήρης: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />ajusté également ; égal, semblable à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], ἄρω.
|btext=ης, ες :<br />ajusté également ; égal, semblable à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], ἄρω.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσήρης]], -ες (Α)<br />[[ἴσος]] («νικᾱν ἰσήρεις [[ὅστις]] ἂν ψήφους λάβῃ» — να κερδίζει τη [[δίκη]] όποιος πάρει ίσους ψήφους, <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (Ι)].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσήρης Medium diacritics: ἰσήρης Low diacritics: ισήρης Capitals: ΙΣΗΡΗΣ
Transliteration A: isḗrēs Transliteration B: isērēs Transliteration C: isiris Beta Code: i)sh/rhs

English (LSJ)

ες,=

   A ἴσος, ἰ. ψῆφοι E.IT1472, cf. Nic.Th.643 [ῑς]: c. dat., ῥαιβοῖσιν ἰσήρεες [ῐς] ib.788.

German (Pape)

[Seite 1263] ες, gleichgefugt, gleich; ψῆφοι Eur. I. T. 1472; Nic. Th. 643.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσήρης: -ες, = ἴσος, ἰσ. ψῆφοι Εὐρ. Ι. Τ. 1472· ὁ Νίκανδρ. ἐδανείσθη τὸν τύπον τοῦτον ποιῶν ῑ ἐν Θηριακ. 643· ῐ αὐτόθι 788· ἰσ. τινὶ ὁ αὐτ. παρὰ Γαλην. 12. 383Α· (περὶ τῆς καταλήξεως ἴδε κατήρης).

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
ajusté également ; égal, semblable à, τινι.
Étymologie: ἴσος, ἄρω.

Greek Monolingual

ἰσήρης, -ες (Α)
ἴσος («νικᾱν ἰσήρεις ὅστις ἂν ψήφους λάβῃ» — να κερδίζει τη δίκη όποιος πάρει ίσους ψήφους, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ήρης (Ι)].