ἰσχνασία: Difference between revisions
From LSJ
(6_9) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰσχνᾰσία''': ἡ, [[ἰσχνότης]], [[λεπτότης]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 2, 3., 8. 6, 7. | |lstext='''ἰσχνᾰσία''': ἡ, [[ἰσχνότης]], [[λεπτότης]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 2, 3., 8. 6, 7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰσχνασία]] και ιων. τ. ἰσχνασίη, ἡ (Α) [[ισχναίνω]]<br />η [[κατάσταση]] ισχνότητας, λεπτότητας. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A thinness, leanness, Hp.Aff.12, Arist.Metaph.1013b1, 1048b29.
German (Pape)
[Seite 1272] ἡ, = ἴσχνανσις, Arist. metaphys. 8, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχνᾰσία: ἡ, ἰσχνότης, λεπτότης, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 2, 3., 8. 6, 7.
Greek Monolingual
ἰσχνασία και ιων. τ. ἰσχνασίη, ἡ (Α) ισχναίνω
η κατάσταση ισχνότητας, λεπτότητας.