ἱεροδιδάσκαλος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert
(6_14) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱεροδῐδάσκᾰλος''': ὁ [[διδάσκαλος]] ἱερῶν πραγμάτων, Διον. Ἀρεοπ. 2. 73· - ἐν Ρώμῃ, ὁ ἀρχιερεὺς Pontifex, Διον. Ἁλ. 2. 73. | |lstext='''ἱεροδῐδάσκᾰλος''': ὁ [[διδάσκαλος]] ἱερῶν πραγμάτων, Διον. Ἀρεοπ. 2. 73· - ἐν Ρώμῃ, ὁ ἀρχιερεὺς Pontifex, Διον. Ἁλ. 2. 73. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ἱεροδιδάσκαλος]])<br />αυτός που ασχολείται με τη θρησκευτική [[διδασκαλία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιερέας]] και [[δάσκαλος]] συγχρόνως<br /><b>αρχ.</b><br />(στη [[Ρώμη]]) ο [[αρχιερέας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A teacher of holy things at Rome, = pontifex, D.H. 2.73 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1241] ὁ, der heilige Dinge, den Gottesdienst lehrt, Sp. Bei den Römern der pontifex, D. Hal. 2, 73.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροδῐδάσκᾰλος: ὁ διδάσκαλος ἱερῶν πραγμάτων, Διον. Ἀρεοπ. 2. 73· - ἐν Ρώμῃ, ὁ ἀρχιερεὺς Pontifex, Διον. Ἁλ. 2. 73.
Greek Monolingual
ο (Α ἱεροδιδάσκαλος)
αυτός που ασχολείται με τη θρησκευτική διδασκαλία
νεοελλ.
ιερέας και δάσκαλος συγχρόνως
αρχ.
(στη Ρώμη) ο αρχιερέας.