θυραυλία: Difference between revisions
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />action de vivre en plein air ; <i>particul.</i> campement de troupes en plein air.<br />'''Étymologie:''' [[θύραυλος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />action de vivre en plein air ; <i>particul.</i> campement de troupes en plein air.<br />'''Étymologie:''' [[θύραυλος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θυραυλία]], ἡ (Α) [[θύραυλος]]<br /><b>1.</b> (για στρατιώτες ή για άγρια ζώα) η [[παραμονή]] έξω, ο [[καταυλισμός]] στο ύπαιθρο<br /><b>2.</b> (για εραστές) η [[αναμονή]] [[μπροστά]] στην πόρτα. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A living out of doors, camping out, Ti.Locr.103b(pl.), etc.; of soldiers, Plu.2.498c; of wild animals, Arist.GA783a19. II waiting at the door, of lovers, in pl., Ph.1.155, Philostr. Ep.29: sg., Luc.Merc.Cond.10.
German (Pape)
[Seite 1227] ἡ, das vor der Thür die Nacht Zubringen, im Freien Bleiben, Sein, bes. im Kriege; Tim. Locr. 103 b; Arist. gen. an. 5, 3; Luc. de merc. cond. 10.
Greek (Liddell-Scott)
θῠραυλία: ἡ, τὸ αὐλίζεσθαι ἐν ὑπαίθρῳ, Λατ. excubiae, Τιμ. Λοκρ. 103Β, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ ἀγρίων ζῴων, Ἀριστ. Γεν. Ζ. 5. 3, 20. ΙΙ. τὸ ἀναμένειν εἰς τὴν θύραν, ἐπὶ ἐραστοῦ, Φίλων 1. 155.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de vivre en plein air ; particul. campement de troupes en plein air.
Étymologie: θύραυλος.
Greek Monolingual
θυραυλία, ἡ (Α) θύραυλος
1. (για στρατιώτες ή για άγρια ζώα) η παραμονή έξω, ο καταυλισμός στο ύπαιθρο
2. (για εραστές) η αναμονή μπροστά στην πόρτα.