εὐήχητος: Difference between revisions

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
(6_6)
(15)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐήχητος''': Δωρ. εὐάχητος ᾱ, ον, = τῷ προηγ., Εὐρ. Ἴων 884· [[μεγάλως]] ἠχῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1272.
|lstext='''εὐήχητος''': Δωρ. εὐάχητος ᾱ, ον, = τῷ προηγ., Εὐρ. Ἴων 884· [[μεγάλως]] ἠχῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1272.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐήχητος]] και δωρ. τ. εὐάχητος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ευηχής]] («εὐαχήτους ὕμνους», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[θάλασσα]]) [[ηχηρός]], [[βουερός]] («εὐάχητος [[πόντος]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ηχητός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ηχώ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ηχή</i> «[[ήχος]]»].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐήχητος Medium diacritics: εὐήχητος Low diacritics: ευήχητος Capitals: ΕΥΗΧΗΤΟΣ
Transliteration A: euḗchētos Transliteration B: euēchētos Transliteration C: evichitos Beta Code: eu)h/xhtos

English (LSJ)

Dor. εὐάχ- [ᾱ], ον, = foreg.,

   A ὕμνοι E.Ion884 (lyr.); loud-sounding, πόντος Id.Hipp.1272 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐήχητος: Δωρ. εὐάχητος ᾱ, ον, = τῷ προηγ., Εὐρ. Ἴων 884· μεγάλως ἠχῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1272.

Greek Monolingual

εὐήχητος και δωρ. τ. εὐάχητος, -ον (Α)
1. ο ευηχής («εὐαχήτους ὕμνους», Ευρ.)
2. (για θάλασσα) ηχηρός, βουερός («εὐάχητος πόντος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ηχητός < ηχώ < ηχή «ήχος»].