ἐρυσίσκηπτρον: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρυσίσκηπτρον''': τό, [[ὄνομα]] φυτοῦ τινος, = [[ἀσπάλαθος]], Θεόφρ. περὶ Ὀσμ. 57, Διοσκ. 1. 19. | |lstext='''ἐρυσίσκηπτρον''': τό, [[ὄνομα]] φυτοῦ τινος, = [[ἀσπάλαθος]], Θεόφρ. περὶ Ὀσμ. 57, Διοσκ. 1. 19. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐρυσίσκηπτρον]], τὸ (Α)<br />[[ονομασία]] φυτού, [[ασπάλαθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ερυσι</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ερυσίβη]]) <span style="color: red;">+</span> <i>σκήπτρον</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, a plant,
A = ἀσπάλαθος, Thphr.Od.57, Dsc.1.20 ; = κύπερος, ib.4 ; also, = ἄκανθα λευκή, Ps.-Dsc.3.12 ; = ἱερὰ βοτάνη ib.4.60 ; cf. ἐρίσκηπτον.
German (Pape)
[Seite 1037] τό, ein Strauch, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρυσίσκηπτρον: τό, ὄνομα φυτοῦ τινος, = ἀσπάλαθος, Θεόφρ. περὶ Ὀσμ. 57, Διοσκ. 1. 19.
Greek Monolingual
ἐρυσίσκηπτρον, τὸ (Α)
ονομασία φυτού, ασπάλαθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερυσι- (πρβλ. ερυσίβη) + σκήπτρον].