θιασεύω: Difference between revisions

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> introduire dans un thiase;<br /><b>2</b> célébrer un thiase;<br /><i><b>Moy.</b></i> θιασεύομαι se récréer en prenant part à un thiase.<br />'''Étymologie:''' [[θίασος]].
|btext=<b>1</b> introduire dans un thiase;<br /><b>2</b> célébrer un thiase;<br /><i><b>Moy.</b></i> θιασεύομαι se récréer en prenant part à un thiase.<br />'''Étymologie:''' [[θίασος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θιασεύω]] (Α) [[θίασος]]<br /><b>1.</b> μυώ σε θίασο<br /><b>2.</b> [[μετέχω]] σε βακχικές τελετουργίες<br /><b>3.</b> (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ θιασεύοντες</i><br />οι βακχευτές, οι πανηγυριστές τών εορτών [[προς]] τιμήν του Βάκχου.
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῐᾰσεύω Medium diacritics: θιασεύω Low diacritics: θιασεύω Capitals: ΘΙΑΣΕΥΩ
Transliteration A: thiaseúō Transliteration B: thiaseuō Transliteration C: thiaseyo Beta Code: qiaseu/w

English (LSJ)

   A initiate into the θίασος, Epic.Alex.Adesp. 9i2; ὅς με . . κόραις ἐθιάσευσ' E.Ion552; θ. χοροῖς Id.Ba.379 (lyr.):— Pass., -εύεται ψυχάν ib.75.    II celebrate Bacchic rites, Str.12.4.3.

German (Pape)

[Seite 1211] einen feierlichen Aufzug, θίασος halten; χοροῖς, vom Dionysus, Eur. Bacch. 378; ἐθιάσευέν με Μαινάσι Βακχίου, weihte mich in den Thiasus ein, Ion 552. – Med., θιασεύεται ψυχάν, er läßt seine Seele in den Bacchischen Thiasus einweihen, Bacch. 75.

Greek (Liddell-Scott)

θιᾰσεύω: φέρω εἰς θίασον ἢ εἰς Βακχικὴν συνοδείαν, ὅς με... κόραις ἐθιάσευσ’ Εὐρ. Ἴωνι 552· οὕτω, θ. χοροῖς ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 378. ― Παθ., ἀνήκω εἰς Βακχικὸν θίασον, ἁγιάζομαι διὰ Βακχικῶν τελετῶν ἢ ὀργίων (ἴδε ἁγιστεύω), αὐτόθι 77. ΙΙ. ἑορτάζω Βακχικὰ ὄργια, Στράβων 562.

French (Bailly abrégé)

1 introduire dans un thiase;
2 célébrer un thiase;
Moy. θιασεύομαι se récréer en prenant part à un thiase.
Étymologie: θίασος.

Greek Monolingual

θιασεύω (Α) θίασος
1. μυώ σε θίασο
2. μετέχω σε βακχικές τελετουργίες
3. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ θιασεύοντες
οι βακχευτές, οι πανηγυριστές τών εορτών προς τιμήν του Βάκχου.