καταγιγαρτίζω: Difference between revisions
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(6_1) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταγῐγαρτίζω''': [[ἐξάγω]] τὰ γίγαρτα, τὰ «κουκούτσια»· μεταφ., ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, stuprare, Ἀριστοφ. Ἀχ. 275. | |lstext='''καταγῐγαρτίζω''': [[ἐξάγω]] τὰ γίγαρτα, τὰ «κουκούτσια»· μεταφ., ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, stuprare, Ἀριστοφ. Ἀχ. 275. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταγιγαρτίζω]] (Α)<br />(με άσεμνη σημ.) [[βγάζω]] τα κουκούτσια από καρπό, [[καταγαμώ]] («ὑληφόρον... μέσην λαβόντ' ἄραντα καταβαλόντα καταγιγαρτίσαι», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γιγαρτίζω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γίγαρτον]] «το [[κουκούτσι]] του σταφυλιού»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εκ</i>-<i>γιγαρτίζω</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
A take out the kernel: metaph., deflower, Ar.Ach. 275 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1342] eigtl. auskernen, s. γίγαρτον, in obscöner Bdtg Ar. Ach. 263, stuprare.
Greek (Liddell-Scott)
καταγῐγαρτίζω: ἐξάγω τὰ γίγαρτα, τὰ «κουκούτσια»· μεταφ., ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, stuprare, Ἀριστοφ. Ἀχ. 275.
Greek Monolingual
καταγιγαρτίζω (Α)
(με άσεμνη σημ.) βγάζω τα κουκούτσια από καρπό, καταγαμώ («ὑληφόρον... μέσην λαβόντ' ἄραντα καταβαλόντα καταγιγαρτίσαι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -γιγαρτίζω (< γίγαρτον «το κουκούτσι του σταφυλιού»), πρβλ. εκ-γιγαρτίζω].