καμαροειδής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
(eksahir)
(19)
Line 18: Line 18:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[abovedado]], [[que tiene forma de bóveda]]
|esgtx=[[abovedado]], [[que tiene forma de bóveda]]
}}
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[καμαροειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] καμάρας, [[τοξοειδής]], [[αψιδωτός]], [[θολωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καμάρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμᾰροειδής Medium diacritics: καμαροειδής Low diacritics: καμαροειδής Capitals: ΚΑΜΑΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kamaroeidḗs Transliteration B: kamaroeidēs Transliteration C: kamaroeidis Beta Code: kamaroeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like a vault, vaulted or arched, Dsc.5.79, Erot. s.v. κοτυληδόνας, Ruf.Oss.25.

German (Pape)

[Seite 1316] ές, gewölbartig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμᾰροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς καμάραν, θόλον θολοειδής, Γαλην. τ. 10, σ. 151, κλ.

Spanish

abovedado, que tiene forma de bóveda

Greek Monolingual

-ές (AM καμαροειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα καμάρας, τοξοειδής, αψιδωτός, θολωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμάρα + -ειδής].