καταμαίνομαι: Difference between revisions
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
(6_20) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταμαίνομαι''': παθ. ἀόρ. -εμάνην ᾰ, ἐνεργῶ ὡς μαινόμενος [[ἐναντίον]] τινός, τινος Φίλων 2. 542, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 8, 1. | |lstext='''καταμαίνομαι''': παθ. ἀόρ. -εμάνην ᾰ, ἐνεργῶ ὡς μαινόμενος [[ἐναντίον]] τινός, τινος Φίλων 2. 542, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 8, 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταμαίνομαι]] (Α)<br />κατέχομαι από [[μανία]], [[ενεργώ]] ως μαινόμενος [[εναντίον]] κάποιου. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
aor. Pass. -εμάνην [ᾰ],
A do mad acts against, τῶν Ἰουδαίων Ph.2.542, cf. J.BJ7.8.1.
German (Pape)
[Seite 1362] dagegen toben, rasen, τινός, gegen Einen, Philo u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταμαίνομαι: παθ. ἀόρ. -εμάνην ᾰ, ἐνεργῶ ὡς μαινόμενος ἐναντίον τινός, τινος Φίλων 2. 542, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 8, 1.
Greek Monolingual
καταμαίνομαι (Α)
κατέχομαι από μανία, ενεργώ ως μαινόμενος εναντίον κάποιου.