κατάσπιλος: Difference between revisions

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
(6_18)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάσπῐλος''': -ον, σπίλων ἢ κηλίδων [[κατάπλεος]], [[πλήρης]], [[λίαν]] μεμολυσμένος, Πορφ. π. Ἀποχ. Ἐμψ. 4. 7.
|lstext='''κατάσπῐλος''': -ον, σπίλων ἢ κηλίδων [[κατάπλεος]], [[πλήρης]], [[λίαν]] μεμολυσμένος, Πορφ. π. Ἀποχ. Ἐμψ. 4. 7.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατάσπιλος]], -ον (Α)<br />[[γεμάτος]] κηλίδες, κηλιδωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σπιλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σπίλος]] «[[κηλίδα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>σπιλος</i>, <i>υπό</i>-<i>σπιλος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάσπῐλος Medium diacritics: κατάσπιλος Low diacritics: κατάσπιλος Capitals: ΚΑΤΑΣΠΙΛΟΣ
Transliteration A: katáspilos Transliteration B: kataspilos Transliteration C: kataspilos Beta Code: kata/spilos

English (LSJ)

ον,

   A blemished, βοῦς Porph. Abst.4.7.

German (Pape)

[Seite 1380] befleckt, Porphyr.

Greek (Liddell-Scott)

κατάσπῐλος: -ον, σπίλων ἢ κηλίδων κατάπλεος, πλήρης, λίαν μεμολυσμένος, Πορφ. π. Ἀποχ. Ἐμψ. 4. 7.

Greek Monolingual

κατάσπιλος, -ον (Α)
γεμάτος κηλίδες, κηλιδωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -σπιλος (< σπίλος «κηλίδα»), πρβλ. ά-σπιλος, υπό-σπιλος].